ὑψηλόφωνος

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόφωνος Medium diacritics: ὑψηλόφωνος Low diacritics: υψηλόφωνος Capitals: ΥΨΗΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlóphōnos Transliteration B: hypsēlophōnos Transliteration C: ypsilofonos Beta Code: u(yhlo/fwnos

English (LSJ)

ὑψηλόφωνον, with high or loud voice, Sch.rec.S.El.243.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.
επίρρ...
υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].

German (Pape)

mit hoher od. lauter Stimme, Schol. Soph. El. 243.