Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑψόθι

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόθῐ Medium diacritics: ὑψόθι Low diacritics: υψόθι Capitals: ΥΨΟΘΙ
Transliteration A: hypsóthi Transliteration B: hypsothi Transliteration C: ypsothi Beta Code: u(yo/qi

English (LSJ)

Adv., (ὕψος) like ὑψοῦ, aloft, on high, ὑψόθ' ἐόντι Διί Il.10.16, cf. 17.676, Call.Jov.30, D.P.134; ὑψόθ' ὄρεσφιν Il.19.376.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -θι.

German (Pape)

adv., wie ὑψοῦ, hoch, in der Höhe, Il. 10.16, 17.676, 19.376; – c. gen., über, Nonn.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόθῐ: adv. наверху, вверху Hom.: ὑψόθ᾽ ὄρεσφιν Hom. высоко в горах.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόθι: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὡς τὸ ὑψοῦ, ὑψηλά, ἐν τῷ ὕψει, ὑψόθ’ ἐόντι Διῒ Ἰλ. Κ. 16, πρβλ. Ρ. 676· ὑψόθ’ ὄρεσφιν Τ. 376. ΙΙ. μετὰ γεν., ὑπεράνω, ἐπάνω, Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 15. 22.

English (Autenrieth)

high, on high, aloft.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. (ποιητ. τ.) (με γεν.) επάνω
αρχ.
ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχ-ό-θι, τηλ-ό-θι].

Greek Monotonic

ὑψόθῐ: (ὕψος), επίρρ., όπως το ὑψοῦ, ψηλά, στα ύψη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὕψος like ὑψοῦ
aloft, on high, Il.