ῥοάς

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοάς Medium diacritics: ῥοάς Low diacritics: ροάς Capitals: ΡΟΑΣ
Transliteration A: rhoás Transliteration B: rhoas Transliteration C: roas Beta Code: r(oa/s

English (LSJ)

ῥοάδος, ἡ, (ῥέω) shedding of fruit, a disease of vines, f.l. for ῥυάς, Thphr. HP 4.14.6.

German (Pape)

[Seite 846] άδος, ἡ, das Fließen, eine Krankheit der Weinstöcke, Sp., wie Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοάς: -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων, ὅταν ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. ῥυάς.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς.