ῥυπαρόβιος
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
ῥυπαρόβιον, of sordid life, Vett.Val.16.22.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].