ῥυπώδης

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπώδης Medium diacritics: ῥυπώδης Low diacritics: ρυπώδης Capitals: ΡΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: rhypṓdēs Transliteration B: rhypōdēs Transliteration C: rypodis Beta Code: r(upw/dhs

English (LSJ)

ῥυπῶδες, filthy, dirty, Dsc.1.73, Artem.2.4, al., Vett.Val. 249.25; [ἔμπλαστροι] μελάγχλωροι καὶ ῥ. ὠνομασμέναι Gal.13.460, cf. Cels.5.19.15, al.

German (Pape)

[Seite 852] ες, schmutzig, von schmutzigem Ansehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπώδης: -ες, (εἶδος) ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, Διοσκ. 1. 99.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ ῥύπος
γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός
μσν.
μτφ. εκκλ. βουτηγμένος στην αμαρτία.