ἀνακοιτάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(big3_4)
(3)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[desflorar]] a una doncella, Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
|dgtxt=[[desflorar]] a una doncella, Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακοιτάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βλέπω]], [[κοιτάζω]] κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] γι' αυτόν που πλαγιάζει με [[παρθένα]]) [[πλαγιάζω]] [[μαζί]], [[διακορεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἀνακοιτάζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτάζομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]), «[[πηγαίνω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ». Το νεοελλ. [[ανακοιτάζομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτάζομαι</i>, με τη νεοελλ. [[σημασία]] του ρ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ανακοίταγμα]]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιτάζομαι Medium diacritics: ἀνακοιτάζομαι Low diacritics: ανακοιτάζομαι Capitals: ΑΝΑΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anakoitázomai Transliteration B: anakoitazomai Transliteration C: anakoitazomai Beta Code: a)nakoita/zomai

English (LSJ)

   A deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.

Spanish (DGE)

desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].