ἀνταύγεια: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(big3_4)
(4)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ία Hp.<i>Hebd</i>.1.52<br />[[reflejo luminoso]], [[resplandor]] τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.<i>Tact</i>.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82<br /><b class="num">•</b>[[brillo]], [[color vivo]] (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.<i>Cyn</i>.5.18<br /><b class="num">•</b>de una piedra preciosa, Epiph.Const.<i>Gemm</i>.M.43.296D.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ία Hp.<i>Hebd</i>.1.52<br />[[reflejo luminoso]], [[resplandor]] τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.<i>Tact</i>.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82<br /><b class="num">•</b>[[brillo]], [[color vivo]] (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.<i>Cyn</i>.5.18<br /><b class="num">•</b>de una piedra preciosa, Epiph.Const.<i>Gemm</i>.M.43.296D.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνταύγεια]] και -γία) [[ανταυγής]]<br />[[αντιφέγγισμα]], [[λάμψη]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 245] ἡ, dasselbe, Xen. Cyn. 5, 18; Plut. oft, z. B. ὥσπερ ἐν τοῖς ἐσόπτροις τὰ φαινόμενα κατ' ἀνταύγειαν de gen. Socr. 22 (p. 347).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réflexion de la lumière, reflet.
Étymologie: ἀνταυγής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): tb. -ία Hp.Hebd.1.52
reflejo luminoso, resplandor τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.Tact.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82
brillo, color vivo (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.Cyn.5.18
de una piedra preciosa, Epiph.Const.Gemm.M.43.296D.

Greek Monolingual

η (Α ἀνταύγεια και -γία) ανταυγής
αντιφέγγισμα, λάμψη.