ἀνάπευσις: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(6_8) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπυνθάνομαι]]) [[ἐρώτησις]], [[ἔρευνα]], Χαρίτων 3. 4. | |lstext='''ἀνάπευσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναπυνθάνομαι]]) [[ἐρώτησις]], [[ἔρευνα]], Χαρίτων 3. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνάπευσις]] (-εως), η (Α) [[ἀναπυνθάνομαι]]<br />η εκ νέου [[ερώτηση]], επισταμένη [[εξέταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι)
A inquiry, Charito 3.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπευσις: -εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) ἐρώτησις, ἔρευνα, Χαρίτων 3. 4.
Greek Monolingual
ἀνάπευσις (-εως), η (Α) ἀναπυνθάνομαι
η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση.