ἀμφικρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[estar colgado alrededor de]], [[pender sobre]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.<i>I</i>.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.<i>O</i>.7.25.
|dgtxt=[[estar colgado alrededor de]], [[pender sobre]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.<i>I</i>.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.<i>O</i>.7.25.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικρέμαμαι]] (Α)<br />[[κρέμομαι]] [[γύρω]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρέμομαι]]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρέμαμαι Medium diacritics: ἀμφικρέμαμαι Low diacritics: αμφικρέμαμαι Capitals: ΑΜΦΙΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: amphikrémamai Transliteration B: amphikremamai Transliteration C: amfikremamai Beta Code: a)mfikre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.).    2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051.    II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.

German (Pape)

[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.

French (Bailly abrégé)

être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.

English (Slater)

ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc.,
   1 hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.

Spanish (DGE)

estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.

Greek Monolingual

ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].