ἀπνεύματος: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[sin aire]], [[no aireado]] μεσημβρία Arist.<i>Pr</i>.911<sup>b</sup>2, οἱ τόποι Thphr.<i>CP</i> 1.8.3. | |dgtxt=-ον<br />[[sin aire]], [[no aireado]] μεσημβρία Arist.<i>Pr</i>.911<sup>b</sup>2, οἱ τόποι Thphr.<i>CP</i> 1.8.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπνεύματος]], -ον (Α)<br />ο [[δίχως]] άνεμο ή [[ρεύμα]] από αέρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (πνεῦμα)
A without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr.CP1.8.3.
German (Pape)
[Seite 293] (πνεῦμα), ohne Wind, Arist. probl. 15, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.
Greek Monolingual
ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.