αἰσχροπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰσχροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.
Spanish (DGE)
-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.
Greek Monolingual
αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.