Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσφράγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sellado]] de un contrato <i>PEnteux</i>.54re.4 (III a.C.), συγγραφὴ ἀ. <i>PRev.Laws</i> 47.5, 6 (III a.C.), μαρτυρία <i>SEG</i> 2.259.5 (Delfos III a.C.), <i>TC</i> 79.58, 62 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[no marcado]] del ganado μόσχοι <i>PGnom</i>.72 (II d.C.), οἱ ἱερεῖς τοῦτο μόνον τῶν κτηνῶν ἀσφράγιστον ἐσθίουσιν Horap.1.49, de instrumentos de trabajo ὄργανα <i>PRev.Laws</i> 7.1, 28.1 (III a.C.), de casas, en Egipto, para alejar la ruina del primogénito, Melit.<i>Pasch</i>.108, Basil.M.31.432C<br /><b class="num">•</b>[[no bautizado]] de niños, Gr.Naz.M.36.400A.<br /><b class="num">2</b> [[no cercado]] de tierras <i>BGU</i> 659.2.9 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[carente de sentido]] ἀσήμαντα· τὰ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα· σημεῖα ... ἔλεγον τὰς σφραγίδας Harp.s.u.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sellado]] de un contrato <i>PEnteux</i>.54re.4 (III a.C.), συγγραφὴ ἀ. <i>PRev.Laws</i> 47.5, 6 (III a.C.), μαρτυρία <i>SEG</i> 2.259.5 (Delfos III a.C.), <i>TC</i> 79.58, 62 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[no marcado]] del ganado μόσχοι <i>PGnom</i>.72 (II d.C.), οἱ ἱερεῖς τοῦτο μόνον τῶν κτηνῶν ἀσφράγιστον ἐσθίουσιν Horap.1.49, de instrumentos de trabajo ὄργανα <i>PRev.Laws</i> 7.1, 28.1 (III a.C.), de casas, en Egipto, para alejar la ruina del primogénito, Melit.<i>Pasch</i>.108, Basil.M.31.432C<br /><b class="num">•</b>[[no bautizado]] de niños, Gr.Naz.M.36.400A.<br /><b class="num">2</b> [[no cercado]] de tierras <i>BGU</i> 659.2.9 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[carente de sentido]] ἀσήμαντα· τὰ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα· σημεῖα ... ἔλεγον τὰς σφραγίδας Harp.s.u.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσφράγιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει [[σφραγίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κλειστεί με [[σφραγίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόντι]] ασφράγιστο» — που δεν έχει κλειστεί με στερεό [[μίγμα]]<br /><b>3.</b> «ασφράγιστα γραμματόσημα» — αυτό που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί [[ούτε]] έχουν επικολληθεί σε [[επιστολή]] ή [[αλλού]] και διατηρούν τη [[γόμα]] τους<br /><b>μσν.</b><br />όποιος δεν έχει λάβει τη [[σφραγίδα]] της δωρεάς με το Άγιο Μύρο.
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφράγιστος Medium diacritics: ἀσφράγιστος Low diacritics: ασφράγιστος Capitals: ΑΣΦΡΑΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asphrágistos Transliteration B: asphragistos Transliteration C: asfragistos Beta Code: a)sfra/gistos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A not sealed, Klio 18.264 (Delph., iii B.C.), SIG953.35 (Cnidus, ii B.C.), Harp. s.v. ἀσήμαντα, Horap.1.49; μόσχοι PGnom.183 (ii A.D.).    II not assigned to a σφραγίς, γῆ BGU659 ii 9 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 382] unversiegelt, ungezeichnet, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφράγιστος: [ᾱ], -ον, ὁ μὴ σφραγισθείς, «ἀσήμαντα· τὰ ὑφ’ ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα» Ἁρποκρ.: παρ’ Ἐκκλ. ἀβάπτιστος, Γρηγ. Ναζ. σ. 653.

Spanish (DGE)

-ον
1 no sellado de un contrato PEnteux.54re.4 (III a.C.), συγγραφὴ ἀ. PRev.Laws 47.5, 6 (III a.C.), μαρτυρία SEG 2.259.5 (Delfos III a.C.), TC 79.58, 62 (II a.C.)
no marcado del ganado μόσχοι PGnom.72 (II d.C.), οἱ ἱερεῖς τοῦτο μόνον τῶν κτηνῶν ἀσφράγιστον ἐσθίουσιν Horap.1.49, de instrumentos de trabajo ὄργανα PRev.Laws 7.1, 28.1 (III a.C.), de casas, en Egipto, para alejar la ruina del primogénito, Melit.Pasch.108, Basil.M.31.432C
no bautizado de niños, Gr.Naz.M.36.400A.
2 no cercado de tierras BGU 659.2.9 (III d.C.).
3 carente de sentido ἀσήμαντα· τὰ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα· σημεῖα ... ἔλεγον τὰς σφραγίδας Harp.s.u.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσφράγιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα
2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» — που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα
3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» — αυτό που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε έχουν επικολληθεί σε επιστολή ή αλλού και διατηρούν τη γόμα τους
μσν.
όποιος δεν έχει λάβει τη σφραγίδα της δωρεάς με το Άγιο Μύρο.