ἀρειμάνιος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(big3_6) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -ειος Sud.<br />[[guerrero]], [[belicoso]] de pers. [[δυνάστης]] Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.<i>BI</i> 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate</i> I.<i>BI</i> 6.46<br /><b class="num">•</b>fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso</i> fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61<br /><b class="num">•</b>de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -ειος Sud.<br />[[guerrero]], [[belicoso]] de pers. [[δυνάστης]] Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.<i>BI</i> 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate</i> I.<i>BI</i> 6.46<br /><b class="num">•</b>fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso</i> fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61<br /><b class="num">•</b>de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀρειμάνιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανδρείος]], ο [[παλληκαράς]] («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την [[εμφάνιση]] και τη [[συμπεριφορά]] του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πλήρης]] πολεμικής μανίας, ο [[πολεμοχαρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] <span style="color: red;">+</span> [[μανία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 348] dasselbe, κριός Diog. L. 6, 61; μανία Plut. Amator. 16, 22; δυνάστης fort. Rom. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀρειμανής.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -ειος Sud.
guerrero, belicoso de pers. δυνάστης Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.BI 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate I.BI 6.46
•fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61
•de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀρειμάνιος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)
2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)
αρχ.
ο πλήρης πολεμικής μανίας, ο πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + μανία.