ἀρειμάνιος
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
ον, = ἀρειμανής, θρασύτης Ph. 1.375; δυνάστης Plu. 2.321f, cf. 758f; κριός DL. 6.61; φῦλα J. BJ 2.16.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -ειος Sud.
guerrero, belicoso de pers. δυνάστης Plu.2.321f, φῦλα ... Λουσιτανῶν καὶ Καντάβρων I.BI 2.374, cf. Aristid.Quint.63.17, Sud., τοῖς ἀρειμανίοις πεσοῦσιν a los que caen en el frenesí del combate I.BI 6.46
•fig. κριὸς ἀ. carnero belicoso fig. de un atleta que mira a una hetera, D.L.6.61
•de abstr. θρασύτης Ph.1.375, del alma Plu.2.758f.
German (Pape)
[Seite 348] dasselbe, κριός Diog. L. 6, 61; μανία Plut. Amator. 16, 22; δυνάστης fort. Rom. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀρειμανής.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀρειμάνιος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι»)
2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως»)
αρχ.
ο πλήρης πολεμικής μανίας, ο πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + μανία.
Russian (Dvoretsky)
ἀρειμάνιος: Plut., Diog. L. = ἀρειμανής.
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος πολεμική μανία, πολεμόχαρος). Ἀπό τό Ἄρης + μαίνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.