ἀσφάδαστος: Difference between revisions
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(6_3) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσφάδαστος''': [ᾰδ], ον, [[ἄνευ]] σπασμῶν ἢ ἀγωνίας, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Αἴ. 833. ― Ἐπίρρ. ἀσφαδάστως, [[ἄνευ]] σφαδασμοῦ· ― πρβλ. [[σφαδάζω]]. | |lstext='''ἀσφάδαστος''': [ᾰδ], ον, [[ἄνευ]] σπασμῶν ἢ ἀγωνίας, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Αἴ. 833. ― Ἐπίρρ. ἀσφαδάστως, [[ἄνευ]] σφαδασμοῦ· ― πρβλ. [[σφαδάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσφάδαστος]], -ον (Α) [[σφαδάζω]]<br />([[κυρίως]] για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια [[αγωνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A without convulsion or struggle, esp. in dying, A.Ag.1293, S.Aj.833 (fort. -ᾳστος).
German (Pape)
[Seite 381] nicht zuckend, Aesch. Ag. 1266; καὶ ταχὺ πέσημα, vom schnellen Tode, Soph. Ai. 820, Schol. ἀσκάριστον, σπασμὸν μὴ ἔχον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφάδαστος: [ᾰδ], ον, ἄνευ σπασμῶν ἢ ἀγωνίας, κυρίως ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Αἴ. 833. ― Ἐπίρρ. ἀσφαδάστως, ἄνευ σφαδασμοῦ· ― πρβλ. σφαδάζω.
Greek Monolingual
ἀσφάδαστος, -ον (Α) σφαδάζω
(κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία.