ἀπρόληπτος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inesperado]], [[imprevisto]] μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.<i>in CA</i> 18.2.<br /><b class="num">2</b> [[no prejuzgado]] ἀ. καὶ [[ἀδέκαστος]] γενόμενος [[διαιτητής]] Syrian.<i>in Metaph</i>.1.15. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inesperado]], [[imprevisto]] μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.<i>in CA</i> 18.2.<br /><b class="num">2</b> [[no prejuzgado]] ἀ. καὶ [[ἀδέκαστος]] γενόμενος [[διαιτητής]] Syrian.<i>in Metaph</i>.1.15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπρόληπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απροσδόκητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1. 2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M. 3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
•subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.
2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπρόληπτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί
αρχ.
απροσδόκητος.