αἰτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτηματικός Medium diacritics: αἰτηματικός Low diacritics: αιτηματικός Capitals: ΑΙΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitēmatikós Transliteration B: aitēmatikos Transliteration C: aitimatikos Beta Code: ai)thmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to ask, Artem.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.