ἀσύλητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no sufre violencia]], [[inviolable]] γένος E.<i>Hel</i>.449, un templo, I.<i>AI</i> 19.7, πόλις D.C.75.14.3, πύλαι Nonn.<i>D</i>.2.177, γάμος Nonn.<i>D</i>.40.193, ὑμέναιοι Nonn.<i>D</i>.5.573. | |dgtxt=-ον<br />[[que no sufre violencia]], [[inviolable]] γένος E.<i>Hel</i>.449, un templo, I.<i>AI</i> 19.7, πόλις D.C.75.14.3, πύλαι Nonn.<i>D</i>.2.177, γάμος Nonn.<i>D</i>.40.193, ὑμέναιοι Nonn.<i>D</i>.5.573. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύλητος]], -ον) [[συλώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε<br /><b>αρχ.</b><br />προστατευμένος, [[ασφαλής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἄσῡλος I, E.Hel.449, J.AJ19.1.1, D.C.75.14.
German (Pape)
[Seite 379] = ἄσυλος, γένος Eur. Hel. 449.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύλητος: -ον, = ἄσῡλος 1, Εὐρ. Ἑλ. 449, Δίων Κ. 75. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inviolable.
Étymologie: ἀ, συλάω.
Spanish (DGE)
-ον
que no sufre violencia, inviolable γένος E.Hel.449, un templo, I.AI 19.7, πόλις D.C.75.14.3, πύλαι Nonn.D.2.177, γάμος Nonn.D.40.193, ὑμέναιοι Nonn.D.5.573.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύλητος, -ον) συλώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε
αρχ.
προστατευμένος, ασφαλής.