βαρύπυκνος: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[baripicno]] la nota más baja de la suma de dos intervalos mínimos del tetracordio φθόγγοι Cleonid.<i>Harm</i>.4, Aristid.Quint.109.5, tipos del mismo: ὑπάτη ὑπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση y νήτη διεζευγμένων Alyp.p.368.13, cf. Bacch.<i>Harm</i>.27, Mart.Cap.9.945. | |dgtxt=-ον<br />[[baripicno]] la nota más baja de la suma de dos intervalos mínimos del tetracordio φθόγγοι Cleonid.<i>Harm</i>.4, Aristid.Quint.109.5, tipos del mismo: ὑπάτη ὑπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση y νήτη διεζευγμένων Alyp.p.368.13, cf. Bacch.<i>Harm</i>.27, Mart.Cap.9.945. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαρύπυκνος]], -ον (Α)<br />(για μουσικούς φθόγγους) ο [[πυκνός]] και [[βαρύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in the lower part of the πυκνόν (q.v.), φθόγγοι Aristid.Quint.3.10, Cleonid.Harm.4, etc.
German (Pape)
[Seite 434] bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύπυκνος: -ον, βαρὺς καὶ πυκνός, ἐπὶ τῶν μουσικῶν φθόγγων· «βαρύπυκνοι μὲν οὖν εἰσι πέντε οἵδε, ὑπάτη ὐπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση, νήτη διεζευγμένων» Εὐκλείδ. 6.
Spanish (DGE)
-ον
baripicno la nota más baja de la suma de dos intervalos mínimos del tetracordio φθόγγοι Cleonid.Harm.4, Aristid.Quint.109.5, tipos del mismo: ὑπάτη ὑπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση y νήτη διεζευγμένων Alyp.p.368.13, cf. Bacch.Harm.27, Mart.Cap.9.945.
Greek Monolingual
βαρύπυκνος, -ον (Α)
(για μουσικούς φθόγγους) ο πυκνός και βαρύς.