βασανίτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(big3_8)
(7)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. βασανῖτις Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.1493C<br />[[basanita]] β. (λίθος) piedra de toque</i> Plin.<i>HN</i> 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., <i>PLeid.X</i>.68, Isid.<i>Etym</i>.16.4.36, 5.6.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. βασανῖτις Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.1493C<br />[[basanita]] β. (λίθος) piedra de toque</i> Plin.<i>HN</i> 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., <i>PLeid.X</i>.68, Isid.<i>Etym</i>.16.4.36, 5.6.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βασανίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η λυδία [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάσανος]]. Το λατ. <i>basanites</i> αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. [[βασανίτης]] εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγ. <i>basanite</i> ([[οπότε]] το νεώτερο [[βασανίτης]] «ηφαιστειακό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνίτης Medium diacritics: βασανίτης Low diacritics: βασανίτης Capitals: ΒΑΣΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: basanítēs Transliteration B: basanitēs Transliteration C: vasanitis Beta Code: basani/ths

English (LSJ)

λίθος, = sq., Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): fem. βασανῖτις Isid.Pel.Ep.M.78.1493C
basanita β. (λίθος) piedra de toque Plin.HN 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., PLeid.X.68, Isid.Etym.16.4.36, 5.6.

Greek Monolingual

ο (Α βασανίτης)
νεοελλ.
ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα
αρχ.
η λυδία λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσανος. Το λατ. basanites αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. βασανίτης εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγ. basanite (οπότε το νεώτερο βασανίτης «ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].