ἁλίρροθος: Difference between revisions

From LSJ

πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils

Source
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[de oleaje resonante]] πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena</i> A.<i>Pers</i>.367, S.<i>Ai</i>.412, [[ἀκτή]] E.<i>Hipp</i>.1205, Mosch.2.132.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[de oleaje resonante]] πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena</i> A.<i>Pers</i>.367, S.<i>Ai</i>.412, [[ἀκτή]] E.<i>Hipp</i>.1205, Mosch.2.132.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁλίρροθος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται [[μέσα]] στη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ροθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρροθος Medium diacritics: ἁλίρροθος Low diacritics: αλίρροθος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: halírrothos Transliteration B: halirrothos Transliteration C: alirrothos Beta Code: a(li/rroqos

English (LSJ)

ον, = foreg.; ἁ. πόροι pathways

   A of the roaring sea, A.Pers.367, cf.S.Aj.412 (lyr.); ἁ. ἀκτή E.Hipp.1205, Mosch.2.132.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρροθος: ον = τῷ προηγ., ἁλ. πόροι = τὰ ῥοχθοῦντα στενὰ ἢ περάσματα, πορθμοὶ τῆς θορυβούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Περσ. 367· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 412 (λυρ.)· ὡσαύτως ἁλ. ἀκτή, Εὐρ. Ἱππ. 1205. Μόσχ. 2.128· πρβλ. ἁλίκλυστος, ἁλίκτυπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
de oleaje resonante πόροι ἁλίρροθοι estrechos en los que el mar resuena A.Pers.367, S.Ai.412, ἀκτή E.Hipp.1205, Mosch.2.132.

Greek Monolingual

ἁλίρροθος, -ον (AM)
1. αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
2. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ροθος < ῥόθος «θόρυβος»].