απευκταίος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(5)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀπευκταῑος, -α, -ον) απεύχομαι
αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)
1. το δυστύχημα
2. ο θάνατος.