βαθύστομος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθύστομος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de profunda boca]] σπήλαια Str.16.2.20.<br /><b class="num">2</b> [[que se hinca profundamente]] [[βουπλήξ]] Q.S.1.337.
|dgtxt=(βᾰθύστομος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de profunda boca]] σπήλαια Str.16.2.20.<br /><b class="num">2</b> [[que se hinca profundamente]] [[βουπλήξ]] Q.S.1.337.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαθύστομος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει βαθύ [[στόμιο]] ή [[άνοιγμα]] («βαθύστομα σπήλαια»).
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύστομος Medium diacritics: βαθύστομος Low diacritics: βαθύστομος Capitals: ΒΑΘΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: bathýstomos Transliteration B: bathystomos Transliteration C: vathystomos Beta Code: baqu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A deep-mouthed, deep, σπήλαια Str.16.2.20.    II cutting deep, βουπλήξ Q.S.1.337.

German (Pape)

[Seite 425] tiefmündig, mit tiefer Oeffnung, σπήλαια Strab.; – tiefschneidend, βουπλήξ Qu. Sm. 1, 337.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύστομος: -ον, ὁ βαθὺ στόμα ἔχων, βαθύς, σπήλαια Στράβ. 756.

Spanish (DGE)

(βᾰθύστομος) -ον
1 de profunda boca σπήλαια Str.16.2.20.
2 que se hinca profundamente βουπλήξ Q.S.1.337.

Greek Monolingual

βαθύστομος, -ον (Α)
εκείνος που έχει βαθύ στόμιο ή άνοιγμα («βαθύστομα σπήλαια»).