ἀπροσδιόριστος: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no definido]] καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ [[ἁμάρτημα]] ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.<i>in EN</i> 109.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀπροσδιόριστον [[la indefinición]] Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9<br /><b class="num">•</b>de proposiciones [[indeterminado cuantitativamente]] Ammon.<i>In APr</i>.14.37.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin distinción]], [[indistintamente]] ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558<br /><b class="num">•</b>[[sin especificación]] ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.<i>Ac</i>.M.85.1532A<br /><b class="num">•</b>de ahí [[por excelencia]] ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.<i>in Mete</i>.123.3. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no definido]] καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ [[ἁμάρτημα]] ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.<i>in EN</i> 109.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀπροσδιόριστον [[la indefinición]] Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9<br /><b class="num">•</b>de proposiciones [[indeterminado cuantitativamente]] Ammon.<i>In APr</i>.14.37.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin distinción]], [[indistintamente]] ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558<br /><b class="num">•</b>[[sin especificación]] ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.<i>Ac</i>.M.85.1532A<br /><b class="num">•</b>de ahí [[por excelencia]] ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.<i>in Mete</i>.123.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσδιόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A undefined, Ulp.ad D.24.68; unqualified, Heliod.in EN109.19; of propositions, indefinite in quantification, Ammon.in APr.14.37. Adv. -τως without distinction, Gal.16.558; par excellence, Olymp.in Mete.123.3.
German (Pape)
[Seite 339] ohne hinzugefügte Bestimmung, Rhet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδιόριστος: ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no definido καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ ἁμάρτημα ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.in EN 109.18
•subst. τὸ ἀπροσδιόριστον la indefinición Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9
•de proposiciones indeterminado cuantitativamente Ammon.In APr.14.37.
2 adv. -ως sin distinción, indistintamente ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558
•sin especificación ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.Ac.M.85.1532A
•de ahí por excelencia ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.in Mete.123.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.