ἀνεξάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imborrable]], [[indeleble]] τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, <i>PHolm</i>.1.129, Cyr.H.<i>Procatech</i>.17<br /><b class="num">•</b>[[indestructible]], [[imperecedero]] τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.<br /><b class="num">2</b> [[carente de absolución]] del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.921A.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[imperecederamente]] φιλείτω με <i>PMag</i>.10.8.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imborrable]], [[indeleble]] τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, <i>PHolm</i>.1.129, Cyr.H.<i>Procatech</i>.17<br /><b class="num">•</b>[[indestructible]], [[imperecedero]] τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.<br /><b class="num">2</b> [[carente de absolución]] del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.921A.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[imperecederamente]] φιλείτω με <i>PMag</i>.10.8.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεξάλειπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, [[ανεξίτηλος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξάλειπτος Medium diacritics: ἀνεξάλειπτος Low diacritics: ανεξάλειπτος Capitals: ΑΝΕΞΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anexáleiptos Transliteration B: anexaleiptos Transliteration C: aneksaleiptos Beta Code: a)neca/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,

   A indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. -τως Hsch.

German (Pape)

[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: ἀ, ἐξαλείφω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imborrable, indeleble τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
indestructible, imperecedero τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. -ως imperecederamente φιλείτω με PMag.10.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεξάλειπτος, -ον)
αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος.