ἀναπόνιπτος

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόνιπτος Medium diacritics: ἀναπόνιπτος Low diacritics: αναπόνιπτος Capitals: ΑΝΑΠΟΝΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anapóniptos Transliteration B: anaponiptos Transliteration C: anaponiptos Beta Code: a)napo/niptos

English (LSJ)

ἀναπόνιπτον,
A unwashen, unwashed, Ar.Eq.357, Phryn.Com.3 D.
II = not to be washed out, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
no lavado de pers., Ar.Eq.357, Phryn.Com.57A., cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 203] ungewaschen, Ar. Equ. 357.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non lavé.
Étymologie: , ἀπονίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόνιπτος: немытый, неумытый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόνιπτος: -ον, ἄνιπτος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Κύριλλ.

Greek Monotonic

ἀναπόνιπτος: -ον (ἀπονίζω), άπλυτος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπονίζω, unwashen, Ar.

Translations

unwashed

Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio