ἀναιρέτης: Difference between revisions
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναιρετής Hsch.; fem. [[ἀναιρέτις]], -ιδος, ἡ Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).236<br /><b class="num">1</b> [[destructor]], [[aniquilador]] τῶν τυράννων Sch.Ar.<i>Pl</i>.1146, τῶν ξένων Sch.A.<i>Pr</i>.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. [[ἐκτομεύς]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> astrol. de los planetas [[que acorta la vida]], [[maléfico]] op. [[ἀγαθοποιός]]: τὸν δὲ [[Ἄρη]] ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναιρετής Hsch.; fem. [[ἀναιρέτις]], -ιδος, ἡ Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).236<br /><b class="num">1</b> [[destructor]], [[aniquilador]] τῶν τυράννων Sch.Ar.<i>Pl</i>.1146, τῶν ξένων Sch.A.<i>Pr</i>.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. [[ἐκτομεύς]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> astrol. de los planetas [[que acorta la vida]], [[maléfico]] op. [[ἀγαθοποιός]]: τὸν δὲ [[Ἄρη]] ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναιρέτης]], ο (θηλ. -έτις) (ΑΜ) [[ἀναιρῶ]]<br />αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, [[δολοφόνος]], [[φονιάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A destroyer, murderer, Sch.Ar.Pl.1147. II Astrol., Anareta, a planet cutting short human life, Balbill. in Cat. Cod.Astr.8(4).236.
German (Pape)
[Seite 189] ὁ, der Vernichter, Mörder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρέτης: -ου, ὁ, καταστροφεύς, δολοφόνος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1147, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 190. - «ἀναιρέτης˙ φονευτής, ἐκτομεύς», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναιρετής Hsch.; fem. ἀναιρέτις, -ιδος, ἡ Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).236
1 destructor, aniquilador τῶν τυράννων Sch.Ar.Pl.1146, τῶν ξένων Sch.A.Pr.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. ἐκτομεύς Hsch.
2 astrol. de los planetas que acorta la vida, maléfico op. ἀγαθοποιός: τὸν δὲ Ἄρη ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53.
Greek Monolingual
ἀναιρέτης, ο (θηλ. -έτις) (ΑΜ) ἀναιρῶ
αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς.