γεμιστός: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(big3_9)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[relleno]] γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
|dgtxt=-ή, -όν [[relleno]] γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεμιστός]], -ή, -όν, Μ και γεμωστός)<br />ο [[γεμάτος]], ο [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με [[γέμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γεμιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεμίζω]]<br />μσν. <i>γεμωστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεμώζω]] (<b>βλ.</b> [[γεμίζω]])].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεμιστός Medium diacritics: γεμιστός Low diacritics: γεμιστός Capitals: ΓΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: gemistós Transliteration B: gemistos Transliteration C: gemistos Beta Code: gemisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A laden, full, Ath.9.381a.

Greek (Liddell-Scott)

γεμιστός: -ή, -όν, πεφορτωμένος, πλήρης, Ἀθήν. 381Α.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relleno γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεμιστός, -ή, -όν, Μ και γεμωστός)
ο γεμάτος, ο πλήρης
νεοελλ.
(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με γέμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω
μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)].