δάρσιμο: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(8)
(No difference)

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
ο δαρμός
νεοελλ.
έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο του γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω-έγδειρα)].