γυλλός: Difference between revisions
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(big3_10) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />bloque de [[piedra cúbica]] de carácter sagrado δύο γυλλοὶ σταθμένοι <i>Milet</i> 1(3).31a.2 (VI a.C.), 1(3).133.25 (V a.C.), cf. Hsch., cf. [[γυαλός]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Algunos ven un prést. sem., cf. hebr. <i>golel</i> ‘piedra que rueda’. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />bloque de [[piedra cúbica]] de carácter sagrado δύο γυλλοὶ σταθμένοι <i>Milet</i> 1(3).31a.2 (VI a.C.), 1(3).133.25 (V a.C.), cf. Hsch., cf. [[γυαλός]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Algunos ven un prést. sem., cf. hebr. <i>golel</i> ‘piedra que rueda’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυλλός]], ο (Α)<br />[[πλάκα]], [[συνήθως]] μαρμάρινη, για [[επένδυση]] τοίχων ή [[επίστρωση]] δαπέδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γυλλός]] απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια [[πομπή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως [[είναι]] άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>g</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>l</i> «κυλιόμενη [[πέτρα]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A block of stone, Schwyzer 725 (Milet., vi B. C.), SIG57.25 (Milet., V B.C.); also γυλλοί· στολμοί, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bloque de piedra cúbica de carácter sagrado δύο γυλλοὶ σταθμένοι Milet 1(3).31a.2 (VI a.C.), 1(3).133.25 (V a.C.), cf. Hsch., cf. γυαλός.
• Etimología: Algunos ven un prést. sem., cf. hebr. golel ‘piedra que rueda’.
Greek Monolingual
γυλλός, ο (Α)
πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως είναι άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōlēl «κυλιόμενη πέτρα»)].