γαυλικός: Difference between revisions
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
(big3_9) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[de un navío de carga]] χρήματα X.<i>An</i>.5.8.1. | |dgtxt=-ή, -όν [[de un navío de carga]] χρήματα X.<i>An</i>.5.8.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γαυλικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a γαῦλος 11, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).
German (Pape)
[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.
Greek Monolingual
γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.