γίννος: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> l.c., Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> l.c., Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
}}
{{grml
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γίννος Medium diacritics: γίννος Low diacritics: γίννος Capitals: ΓΙΝΝΟΣ
Transliteration A: gínnos Transliteration B: ginnos Transliteration C: ginnos Beta Code: gi/nnos

English (LSJ)

or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.HA 577b25, cf. GA748b34;

   A small mule, Str.4.6.2; hinny, Hsch.; γῖνος IG12(1).677.23 (Ialysus).

Greek (Liddell-Scott)

γίννος: ὁ, ἀνάπηρος, ἀτελὴς ἡμίονος, μικρὸς ἡμίονος (ὀρεύς), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. μέρος 3. σ. 9), ὅπερ δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ ἴννος ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): γῖνος IG 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)
mulo enano o caballería de poca alzada Arist.GA 747b25
por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.GA 748b35, HA 577b25, cf. IG l.c., Plin.HN 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.in GA 129.21.

Greek Monolingual

και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι.