γυναικώδης: Difference between revisions
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[propio de mujer]], [[mujeril]] οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, [[ἄνανδρος]] καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.<i>Sol</i>.21, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril</i> Luc.<i>Nigr</i>.11<br /><b class="num">•</b>[[de tipo femenino]] τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.84.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene aspecto de mujer]] λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.<i>SD</i> 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[afeminadamente]] ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.<i>Th</i>.575. | |dgtxt=-ες<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[propio de mujer]], [[mujeril]] οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, [[ἄνανδρος]] καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.<i>Sol</i>.21, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril</i> Luc.<i>Nigr</i>.11<br /><b class="num">•</b>[[de tipo femenino]] τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.84.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene aspecto de mujer]] λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.<i>SD</i> 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[afeminadamente]] ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.<i>Th</i>.575. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[γυναικώδης]], -ες)<br />αυτός που μοιάζει με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρώδης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A woman-like, womanish, τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9, cf. D.S.2.24, Ph.1.366; ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21: -ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11. Adv. -δῶς Sch.Ar.Th.575.
German (Pape)
[Seite 511] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς γυναῖκα ὅμοιος, γυναικεῖος, Πολύβ. 2. 56, 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à une femme, efféminé.
Étymologie: γυνή, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
I 1propio de mujer, mujeril οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, ἄνανδρος καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
•de tipo femenino τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.Th.575.
Greek Monolingual
-ες (AM γυναικώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρώδης)].