Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεκάφυλος: Difference between revisions

From LSJ
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δεκάφῡλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[dividido en diez tribus]] ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός <i>Orac.Sib</i>.2.171.
|dgtxt=(δεκάφῡλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[dividido en diez tribus]] ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός <i>Orac.Sib</i>.2.171.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεκάφυλος]], -ον (Α)<br />χωρισμένος σε [[δέκα]] φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ [[πρώτα]] ήταν χωρισμένοι σε [[τέσσερεις]] φυλές, τους χώρισε σε [[δέκα]]).
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάφῡλος Medium diacritics: δεκάφυλος Low diacritics: δεκάφυλος Capitals: ΔΕΚΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: dekáphylos Transliteration B: dekaphylos Transliteration C: dekafylos Beta Code: deka/fulos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of ten tribes, Hdt.5.66.

German (Pape)

[Seite 543] in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάφῡλος: -ον, ὁ ἐκ δέκα φυλῶν ἀποτελούμενος, Ἡρόδ. 5. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
partagé en dix tribus.
Étymologie: δέκα, φυλή.

Spanish (DGE)

(δεκάφῡλος) -ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
dividido en diez tribus ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός Orac.Sib.2.171.

Greek Monolingual

δεκάφυλος, -ον (Α)
χωρισμένος σε δέκα φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ πρώτα ήταν χωρισμένοι σε τέσσερεις φυλές, τους χώρισε σε δέκα).