διακοσμητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[ordenador]], [[regulador]] ἡ δ. τῶν ὅλων ([[δύναμις]]) Iambl.<i>Myst</i>.10.6, νοῦς Procl.<i>in Ti</i>.1.34.25, αἴτια Simp.<i>in Ph</i>.287.15.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[ordenador]], [[regulador]] ἡ δ. τῶν ὅλων ([[δύναμις]]) Iambl.<i>Myst</i>.10.6, νοῦς Procl.<i>in Ti</i>.1.34.25, αἴτια Simp.<i>in Ph</i>.287.15.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διακοσμητικός]], -ή, -όν) [[διακοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] στη [[διακόσμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμαντος]], [[επουσιώδης]] («διακοσμητικό [[πρόσωπο]]» — [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] [[προσωπικότητα]] ή [[χωρίς]] πραγματική [[εξουσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διακοσμητική]]<br />α) η [[διακόσμηση]]<br />β) το [[σύνολο]] τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη [[διακόσμηση]]<br />γ) ο [[ρυθμός]] της διακόσμησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συντελεί στη [[διαρρύθμιση]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακοσμητικός Medium diacritics: διακοσμητικός Low diacritics: διακοσμητικός Capitals: ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakosmētikós Transliteration B: diakosmētikos Transliteration C: diakosmitikos Beta Code: diakosmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.

German (Pape)

[Seite 583] anordnend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
ordenador, regulador ἡ δ. τῶν ὅλων (δύναμις) Iambl.Myst.10.6, νοῦς Procl.in Ti.1.34.25, αἴτια Simp.in Ph.287.15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διακοσμητικός, -ή, -όν) διακοσμώ
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος στη διακόσμηση
νεοελλ.
1. ασήμαντος, επουσιώδης («διακοσμητικό πρόσωπο» — άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα ή χωρίς πραγματική εξουσία)
2. φρ. «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά
3. το θηλ. ως ουσ. η διακοσμητική
α) η διακόσμηση
β) το σύνολο τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη διακόσμηση
γ) ο ρυθμός της διακόσμησης
αρχ.
αυτός που συντελεί στη διαρρύθμιση.