διαβατός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede atravesar]], [[vadeable]]de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.<i>Lg</i>.892e, X.<i>An</i>.1.4.18, 2.5.9, I.<i>BI</i> 4.437, <i>AI</i> 5.16, Luc.<i>VH</i> 1.8, Aristid.<i>Or</i>.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.35.11, Procop.<i>Pers</i>.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.<i>Isid</i>.131, del mar, Arr.<i>An</i>.7.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede alcanzar]], [[al que se puede cruzar]] a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede atravesar]], [[vadeable]]de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.<i>Lg</i>.892e, X.<i>An</i>.1.4.18, 2.5.9, I.<i>BI</i> 4.437, <i>AI</i> 5.16, Luc.<i>VH</i> 1.8, Aristid.<i>Or</i>.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.35.11, Procop.<i>Pers</i>.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.<i>Isid</i>.131, del mar, Arr.<i>An</i>.7.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede alcanzar]], [[al que se puede cruzar]] a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM [[διαβατός]], -ή, -όν<br />Α και αιολ. τ. [[ζάβατος]]) [[διαβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί<br /><b>2.</b> ο ευκολοδιάβατος, [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαβατό</i><br /><b>1.</b> το [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[ευρύχωρος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να προσεγγίσει, ο [[προσιτός]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτός Medium diacritics: διαβατός Low diacritics: διαβατός Capitals: ΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: diabatós Transliteration B: diabatos Transliteration C: diavatos Beta Code: diabato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be crossed or passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt. 4.195:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158.    II διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ διαβαίνω, ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. ˙ νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195˙-Αἰολ. ζάβατος, Σαπφὼ 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut passer ou traverser (fleuve, etc.);
2 qu’on peut facilement atteindre en traversant.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-όν
1 que se puede atravesar, vadeablede un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.Lg.892e, X.An.1.4.18, 2.5.9, I.BI 4.437, AI 5.16, Luc.VH 1.8, Aristid.Or.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.11, Procop.Pers.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.Isid.131, del mar, Arr.An.7.7.3.
2 que se puede alcanzar, al que se puede cruzar a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όν
Α και αιολ. τ. ζάβατος) διαβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί
2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διαβατό
1. το πεζοδρόμιο
2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμος
αρχ.
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.