δημόπρακτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[realizado por el pueblo]] δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo</i> A.<i>Supp</i>.942.
|dgtxt=-ον<br />[[realizado por el pueblo]] δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo</i> A.<i>Supp</i>.942.
}}
{{grml
|mltxt=[[δημόπρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόπρακτος Medium diacritics: δημόπρακτος Low diacritics: δημόπρακτος Capitals: ΔΗΜΟΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dēmópraktos Transliteration B: dēmopraktos Transliteration C: dimopraktos Beta Code: dhmo/praktos

English (LSJ)

ον,

   A resolved by the people, ψῆφος A.Supp.942.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.

Greek (Liddell-Scott)

δημόπρακτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ πραχθείς ,Αἰσχύλ. Ἱκ. 942.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait par le peuple.
Étymologie: δῆμος, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ον
realizado por el pueblo δ. ... μία ψῆφος una votación unánime realizada por el pueblo A.Supp.942.

Greek Monolingual

δημόπρακτος, -ον (Α)
αυτός που έγινε ή συντελέστηκε από τον λαό.