δυσμήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_6) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμήτωρ''': Δωρ. -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 68, δ. [[κότος]], δυστυχούσης μητρὸς [[ὀργή]], πρβλ. Λυκόφρ. 1174, Νόνν. Δ. 46. 194. | |lstext='''δυσμήτωρ''': Δωρ. -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 68, δ. [[κότος]], δυστυχούσης μητρὸς [[ὀργή]], πρβλ. Λυκόφρ. 1174, Νόνν. Δ. 46. 194. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσμήτωρ]], ο (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νότιος]] [[δυσμήτωρ]]» — [[οργή]] δύστυχης μάνας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. δυσ-μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, in A.Supp.67 (lyr.) δ. κότος
A an ill mother's wrath.
German (Pape)
[Seite 684] κότος, Zorn der unglücklichen Mutter, Aesch. Suppl. 65.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήτωρ: Δωρ. -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 68, δ. κότος, δυστυχούσης μητρὸς ὀργή, πρβλ. Λυκόφρ. 1174, Νόνν. Δ. 46. 194.