δυσμήτωρ
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
Dor. δυσμάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, in A.Supp.67 (lyr.) δ. κότος an ill mother's wrath.
German (Pape)
[Seite 684] κότος, Zorn der unglücklichen Mutter, Aesch. Suppl. 65.
Russian (Dvoretsky)
δυσμήτωρ: дор. δυσμάτωρ, ορος (ᾱ) adj. свойственный злой матери, нематеринский: δ. κότος Aesch. гнев злой матери.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήτωρ: Δωρ. -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 68, δ. κότος, δυστυχούσης μητρὸς ὀργή, πρβλ. Λυκόφρ. 1174, Νόνν. Δ. 46. 194.