δυστραπελία: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_9)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυστρᾰπελία''': ἡ, [[δυσκολία]], [[δυσκινησία]], ἀμετατρεψία, [[ἐπιμονή]], τῆς Ὕδρας Διόδ. 4. 11, πρβλ. 5. 15· ἐπὶ κακοῦ ἐδάφους, [[δυσχωρία]], ὁ αὐτ. 17. 82.
|lstext='''δυστρᾰπελία''': ἡ, [[δυσκολία]], [[δυσκινησία]], ἀμετατρεψία, [[ἐπιμονή]], τῆς Ὕδρας Διόδ. 4. 11, πρβλ. 5. 15· ἐπὶ κακοῦ ἐδάφους, [[δυσχωρία]], ὁ αὐτ. 17. 82.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυστραπελία]] και δυστραπελεία, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσκολία]], [[δυσκινησία]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[κακοτοπιά]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστρᾰπελία Medium diacritics: δυστραπελία Low diacritics: δυστραπελία Capitals: ΔΥΣΤΡΑΠΕΛΙΑ
Transliteration A: dystrapelía Transliteration B: dystrapelia Transliteration C: dystrapelia Beta Code: dustrapeli/a

English (LSJ)

or δυστραπελεία, ἡ,

   A difficulty of managing, D.S.4.11, 5.15; ἐν τοῖς καταγείοις Id.17.82; unhealthiness, τόπου Iamb.VP19.92.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, die Unbeweglichkeit, bes. Unwandelbarkeit des Charakters, Störrigkeit, VLL.; D. S. 4, 11 von der Hydra, der doppelt so viel Köpfe wuchsen, als ihr abgehauen wurden; von dem Orte, ungünstiges Terrain, D. Sic. 17, 82 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυστρᾰπελία: ἡ, δυσκολία, δυσκινησία, ἀμετατρεψία, ἐπιμονή, τῆς Ὕδρας Διόδ. 4. 11, πρβλ. 5. 15· ἐπὶ κακοῦ ἐδάφους, δυσχωρία, ὁ αὐτ. 17. 82.

Greek Monolingual

δυστραπελία και δυστραπελεία, η (Α)
1. δυσκολία, δυσκινησία
2. (για έδαφος) κακοτοπιά.