δυσέμβατος: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δυσέμβᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de difícil acceso]], [[inaccesible]], [[inviable]] τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.<i>D</i>.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.<i>D</i>.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.<i>Ep</i>.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ [[δυσχωρία]] Πέρσαις ... δ. Lyd.<i>Mag</i>.3.34.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícilmente vadeable]], [[difícil de atravesar]] [[βίος]] en compar. c. un torrente, Epict.<i>Gnom</i>.1<br /><b class="num">•</b>[[impenetrable]] de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.<i>Bibl</i>.145a34. | |dgtxt=(δυσέμβᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de difícil acceso]], [[inaccesible]], [[inviable]] τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.<i>D</i>.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.<i>D</i>.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.<i>Ep</i>.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ [[δυσχωρία]] Πέρσαις ... δ. Lyd.<i>Mag</i>.3.34.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícilmente vadeable]], [[difícil de atravesar]] [[βίος]] en compar. c. un torrente, Epict.<i>Gnom</i>.1<br /><b class="num">•</b>[[impenetrable]] de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.<i>Bibl</i>.145a34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσέμβατος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> [[δυσπρόσιτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to walk on, rugged, τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10; inaccessible, οἰωνοῖσι D.P.1150.
German (Pape)
[Seite 679] worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυσσύμβατος steht.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέμβατος: -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, πετρώδης, τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· ἀπρόσιτος, δυσπρόσιτος, οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, impénétrable ; fig. qui s’accorde mal.
Étymologie: δυσ-, ἐμβαίνω.
Spanish (DGE)
(δυσέμβᾰτος) -ον
1 de difícil acceso, inaccesible, inviable τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.D.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.Ep.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ δυσχωρία Πέρσαις ... δ. Lyd.Mag.3.34.
2 fig. difícilmente vadeable, difícil de atravesar βίος en compar. c. un torrente, Epict.Gnom.1
•impenetrable de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.Bibl.145a34.
Greek Monolingual
δυσέμβατος, -ον (AM)
μσν.
μτφ. δυσνόητος
αρχ.
1. δύσβατος
2. δυσπρόσιτος.