ἐγκύκλημα: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> plu. [[actividades periódicas o cíclicas]] δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>a</sup>13.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἐκκύκλημα]]. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> plu. [[actividades periódicas o cíclicas]] δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>a</sup>13.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἐκκύκλημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐγκύκλημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[εκκύκλημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> κινητή [[περιουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό (v. ἐκκύκλημα); but, II ἐγκυκλήματα, τά, movable property, Arist. Oec.1346a13.
German (Pape)
[Seite 711] τό, s. ἐκκύκλημα; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκύκλημα: τό, (ἴδε ἐν λ. ἐκκύκλημα)· ἀλλά. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 plu. actividades periódicas o cíclicas δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.Oec.1346a13.
2 v. ἐκκύκλημα.
Greek Monolingual
ἐγκύκλημα, το (Α)
1. εκκύκλημα
2. στον πληθ. κινητή περιουσία.