εἰσκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[arribar]] ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.<i>Th</i>.877.
|dgtxt=[[arribar]] ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.<i>Th</i>.877.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσκέλλω]] (Α)<br />[[αράζω]], προσορμίζομαι.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκέλλω Medium diacritics: εἰσκέλλω Low diacritics: εισκέλλω Capitals: ΕΙΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: eiskéllō Transliteration B: eiskellō Transliteration C: eiskello Beta Code: ei)ske/llw

English (LSJ)

intr.,

   A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

German (Pape)

[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.

Spanish (DGE)

arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

Greek Monolingual

εἰσκέλλω (Α)
αράζω, προσορμίζομαι.