ἔναθλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que requiere esfuerzo]] πόνοι Ph.1.646.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔναθλα [[proezas]] μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que requiere esfuerzo]] πόνοι Ph.1.646.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔναθλα [[proezas]] μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔναθλος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα και [[άθληση]], [[κουραστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔναθλον</i><br />ο [[αγώνας]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναθλος Medium diacritics: ἔναθλος Low diacritics: έναθλος Capitals: ΕΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: énathlos Transliteration B: enathlos Transliteration C: enathlos Beta Code: e)/naqlos

English (LSJ)

ον,

   A laborious, πόνοι Ph.1.646.    II ἔναθλον, τό, contest, in pl., dub. in IG7.2532.

German (Pape)

[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.

Spanish (DGE)

-ον
1 que requiere esfuerzo πόνοι Ph.1.646.
2 subst. τὰ ἔναθλα proezas μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον
ο αγώνας.