ἐκπεριλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(6_7) |
(11) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπεριλαμβάνω''': ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ [[περιλαμβάνω]], Βασίλ. τ. 1. σ. 49Β. | |lstext='''ἐκπεριλαμβάνω''': ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ [[περιλαμβάνω]], Βασίλ. τ. 1. σ. 49Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrazar]], [[rodear]] ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.<br /><b class="num">2</b> fig. [[abarcar]], [[comprender]], [[encerrar]] πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente</i> Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes <i>Cels</i>.4.62. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκπεριλαμβάνω]] (Α)<br />[[περιλαμβάνω]] ολοκληρωτικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:28, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 772] (s. λαμβάνω), ganz umfassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριλαμβάνω: ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ περιλαμβάνω, Βασίλ. τ. 1. σ. 49Β.
Spanish (DGE)
1 abrazar, rodear ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.
2 fig. abarcar, comprender, encerrar πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes Cels.4.62.
Greek Monolingual
ἐκπεριλαμβάνω (Α)
περιλαμβάνω ολοκληρωτικά.