ἐμβίωσις: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[recursos de vida]] φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX <i>Si</i>.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.<br /><b class="num">2</b> [[estilo de vida]] μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3<i>Ma</i>.3.23. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[recursos de vida]] φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX <i>Si</i>.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.<br /><b class="num">2</b> [[estilo de vida]] μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3<i>Ma</i>.3.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμβίωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[διατήρηση]] στη ζωή και [[συνέχιση]] της αύξησης τους [[μετά]] τη [[μεταφύτευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A maintenance of life, LXXSi.38.14. 2 way of living, ib.3 Ma.3.23. II taking root, Plu.2.640d.
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.
Greek Monolingual
ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.