διακίνημα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación parcial]] τῶν ὀστέων Hp.<i>Fract</i>.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1. | |dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación parcial]] τῶν ὀστέων Hp.<i>Fract</i>.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διακίνημα]], το (Α)<br />[[μετατόπιση]] οστού, [[εξάρθρωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.
German (Pape)
[Seite 582] τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακίνημα: τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, luxación parcial τῶν ὀστέων Hp.Fract.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1.
Greek Monolingual
διακίνημα, το (Α)
μετατόπιση οστού, εξάρθρωση.