ψευδάνωρ: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_3) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψευδάνωρ''': [ᾰ], -ορος, ὁ [[ψευδὴς]] ἀνὴρ, ὁ [[Βάκχος]], ἴδε Πολύαινον 4. 1. | |lstext='''ψευδάνωρ''': [ᾰ], -ορος, ὁ [[ψευδὴς]] ἀνὴρ, ὁ [[Βάκχος]], ἴδε Πολύαινον 4. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που θεωρείται [[άνδρας]] [[χωρίς]] να [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ,
A sham man, epith. of Dionysus, Polyaen. 4.1.
German (Pape)
[Seite 1393] ορος, der unächte Mann, der fälschlich für einen Mann Gehaltene, ohne es zu sein, Διόνυσος Polyaen. 4, 18, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ ψευδὴς ἀνὴρ, ὁ Βάκχος, ἴδε Πολύαινον 4. 1.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].