ψαλιδοειδής: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_7) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψᾰλιδοειδής''': -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) [[ὅμοιος]] πρὸς ἁψῖδα ἢ [[τόξον]], Φίλων Βελοπ. 81. | |lstext='''ψᾰλιδοειδής''': -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) [[ὅμοιος]] πρὸς ἁψῖδα ἢ [[τόξον]], Φίλων Βελοπ. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ψαλιδιού<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[ψαλίδα]], [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] / [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (
A ψαλίς 11) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.
German (Pape)
[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού
αρχ.
όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος / ψαλίδι + -ειδής].