ψευδοκατήγορος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(6_18)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδοκατήγορος''': -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, [[συκοφάντης]] Ἡσύχ.
|lstext='''ψευδοκατήγορος''': -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, [[συκοφάντης]] Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[πρόσωπο]] που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κατήγορος]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκατήγορος Medium diacritics: ψευδοκατήγορος Low diacritics: ψευδοκατήγορος Capitals: ΨΕΥΔΟΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudokatḗgoros Transliteration B: pseudokatēgoros Transliteration C: psevdokatigoros Beta Code: yeudokath/goros

English (LSJ)

ὁ,

   A false accuser, slanderer, Hsch. s.v. ἀνάδικοι, Cat.Cod.Astr.7.112.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Ankläger, Verleumder, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκατήγορος: -ον, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν, συκοφάντης Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
πρόσωπο που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κατήγορος.